- διφθόγγους
- δίφθογγοςwith two soundsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
διαιρετικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει αρχ. 1. ο πρόσφορος για χωρισμό 2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους 3. (ρητ.) μεριστικός 4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση 5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική κλάδος τής… … Dictionary of Greek
ιωτακίζω — προφέρω τα φωνήεντα και τις διφθόγγους σύμφωνα με την ιωτακιστική προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰώτα κατά τα αττι κίζω, σολοι κίζω] … Dictionary of Greek
υφέν — ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ ἕν Α επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν (αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για… … Dictionary of Greek
φωνήεντα — Οι φθόγγοι που εκφωνούνται μόνοι τους και που μπορούν να αποτελέσουν μία συλλαβή. Όποια γράμματα του αλφαβήτου έχουν δυνατή φωνή, ονομάζονται φ. Τα γράμματα αυτά είναι 7, τα εξής: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Ενώ τα σύμφωνα δεν προφέρονται μόνα τους, τα… … Dictionary of Greek